ᾠοθεσία

ᾠοθεσία
ᾠο-θεσία, ,
A row of eggs, i.e. ouate border, Aristeas 62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ᾠοθεσία — ᾠοθεσίᾱ , ᾠοθεσία row of eggs fem nom/voc/acc dual ᾠοθεσίᾱ , ᾠοθεσία row of eggs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωοθεσία — ἡ, Α διακόσμηση με ωοειδή σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁρο θεσία] …   Dictionary of Greek

  • ᾠοθεσίας — ᾠοθεσίᾱς , ᾠοθεσία row of eggs fem acc pl ᾠοθεσίᾱς , ᾠοθεσία row of eggs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”